θυωρός

θυωρός
θῠωρ-ός, όν, ([etym.] θύος)
A taking care of offerings: as Subst. (sc. τράπεζα),= θυωρίς, Call.Dian.134, BCH 11.161 ([place name] Lagina);

οἱ θεοὶ τὴν τράπεζαν θυωρὸν καλοῦσιν Pherecyd.Syr. 12

.
II ([etym.] θύος) perfumer, Nic.Th.103.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θυωρός — ὁ, ἡ (Α) 1. ο επιμελητής τών θυσιών, τών ιερών προσφορών 2. ως επίθ. ο ορισμένος για τις θυσίες («θυωρός τράπεζα» η τράπεζα η ορισμένη για τις θυσίες, Φερεκρ.) 3. μυροποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυ (πρβλ. θύος) + ωρός. Το β συνθετικό είτε < Fορος… …   Dictionary of Greek

  • θυωρός — taking care of offerings masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυωρόν — θυωρός taking care of offerings masc/fem acc sg θυωρός taking care of offerings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυωροί — θυωρός taking care of offerings masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυωροῦ — θυωρός taking care of offerings masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυωρίτης — θυωρίτης, ὁ (Α) [θυωρός] 1. αυτός που υπηρετεί ως θυωρός* 2. μτφ. κριτής, εξεταστής («θυωρίτης κάλλους» Κριτής τής ομορφιάς, Λυκόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • θυωρίς — (ενν. τράπεζα), ἡ (Α) τράπεζα για ιερές προσφορές, τράπεζα για θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θυωρός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”